- φωσφοσιδηρίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό τού σιδήρου, που κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phosphosiderite < phospho- (< [acide] phosphorique < φωσφόρος) + -siderite (< σίδηρος)].
Dictionary of Greek. 2013.